- καλλωπισμός
- ο (AM καλλωπισμός) [καλλωπίζω]ο στολισμός, ο ευτρεπισμός, ο εξωραϊσμός τής εξωτερικής εμφάνισης προσώπου ή πράγματος (α. «ο καλλωπισμός, ή να είπω ούτως, κτενισμός και στολισμός τής γλώσσης», Κορ.β. «ὅσα τῷ σώματι αὐτοῡ κόσμον πέμποι τις ἤ ὡς εἰς πόλεμον ἢ ὡς εἰς καλλωπισμόν», Ξεν.)μσν.1. το μέσο με το οποίο κάποιος στολίζεται ή στολίζει, το στολίδι2. η μόρφωση, η καλλιέργειαμσν.-αρχ.η επιτήδευση για τον εξωραϊσμό τού λόγουαρχ.1. η επίδειξη, το καμάρωμα («τὰς χρηματιστικὰς ἐπιθυμίας τιμῶντι μόνας, τὰς δὲ μὴ ἀναγκαίους, ἀλλὰ παιδιᾶς καὶ καλλωπισμοῡ ἕνεκα γιγνομένας, ἀτιμάζοντι», Πλάτ.)2. ο μετασχηματισμός τών φθόγγων μιας λέξης προς επίτευξη ευφωνίας.
Dictionary of Greek. 2013.